Κοράσιον ετραγούδαγε

Παραδοσιακό Μικρασιάτικο τραγούδι από την περιοχή της Προποντίδας. Πρόκειται για ένα τραγούδι - παραλογή, δηλ. πολύστιχο αφηγηματικό τραγούδι με πολλά παραμυθιακά στοιχεία, με τραγικό συνήθως περιεχόμενο και χρονική καταγωγή την ύστερη Βυζαντινή εποχή. 

Το θέμα του παρόντος τραγουδιού εστιάζεται κυρίως στο φευγιό, στην ξενιτιά και κατ' επέκταση στην ερωτική εγκατάλειψη και στο τραγούδι-κατάρα της γυναίκας που μένει πίσω. 

Μια μεγάλη ομάδα μακρόσυρτων τραγουδιών αφηγούνται ιστορίες για κοπέλες που προδόθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν από τον άντρα που αγάπησαν. 

Άλλες μετρούν τους μήνες ενόσω τα σημάδια της εγκυμοσύνης γίνονται όλο και πιο φανερά, άλλες πεθαίνουν, άλλες ψάχνοντας το ανέφικτο γιατρικό για να τον θεραπεύσουν, βλέπουν τον αγαπημένο τους να παίρνει άλλη γυναίκα. 

Το παράπονό τους -μάλλον οικείο ως εμπειρία σε όλα τα ακροατήρια- συγκλονίζει τη φύση: καράβια αλλάζουν ρότα, γεφύρια ραγίζουν, ποτάμια στέκονται, στοιχειά συγκινούνται. Εκείνες, ανήμπορες ν' αλλάξουν τη μοίρα, καταφεύγουν στο μόνο όπλο που διαθέτουν οι γυναίκες, καθηλωμένες κι αδύναμες: την κατάρα, την επίκληση δηλαδή της θείας δίκης για τιμωρία της αβάστακτης αδικίας ή στην προκειμένη περίπτωση του αβάσταχτου πόνου. 

Οι στίχοι του τραγουδιού: 
Kοράσιον ετραγούδαγε σ' ένα ψηλό παλάτι 
κι επήρ' αγέρας τη φωνή στα πέλαγα την πάει. 
Kι όσα καράβια τ' άκουσαν όλα πανιά εμαϊνάραν. 
[Kι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης 
ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει 
κάτου τα μπάσο μούδο* τα'ριξε και στη φωνή πηγαίνει.] 
- Kόρη μ' άλλαξε το σκοπό [και πες άλλο τραγούδι.] 

- Kαι πως ν' αλλάξω το σκοπό, να πω άλλο τραγούδι, ε
γώ κι αν ετραγούδησα για μοιρολόι το 'πα: 
έχω άντρα στην ξενιτιά, έχω αδελφό στα ξένα κι
 ο άντρας μ' βαριαρρώστησε και γιατρικά γυρεύει, 
θέλει νερό απ' τον τόπο του και μήλ' απ' τη μηλιά του,
 σταφύλι από το κλήμα του οπο' 'χει στην αυλή του. 

Όσο να πάγω για νερό να φέρω και το μήλο, ο
 άντρας μου ξαρρώστησε κι άλλη αγάπη πήρε. 
Κάνω να τον καταραστώ και πάλι τον λυπούμαι. 
Από ψηλά να γκρεμιστεί στα χαμηλά να πέσει 
κι γης ξουράφια να γενεί και να τον πετσοκόψει. 
Κι εγώ διαβάτης να γενώ κι από 'κει να περάσω. 

Καλώς τα κάνετε γιατροί, καλώς τα πολεμάτε, 
'κονίστε τα μαχαίρια σας, κόφτε και μη λυπάστε. 
Έχω πανί στον αργαλειό σαράντα πέντε πήχες, 
τις δέκα τ'ς έχω για ξαντό**, τις δέκα για φιτίλι 
και τ'ς άλλες τ'ς αποδέλοιπες να δένει τις γιαράδες***. 



*μούδο: ναυτικός όρος, τα ρεγουλάρισε μισοχωρίζοντάς τα 
**ξαντό: σάβανο 
***γιαράδες: πληγές

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μενεξέδες και ζουμπούλια

Κόνιαλι ή Χορός των κουταλιών

Σόφκα