Συρτός στα δύο (Πωγωνίσιος)
Ο Πωγωνίσιος, είναι ο χορός που για τους Ηπειρώτες αποτυπώνει την διαχρονική τραγουδιστική και μουσικοχορευτική έκφρασή τους, συνδυάζοντας την δωρική πεντατονική ανημίτονη κλίμακα (σειρά πέντε φθόγγων χωρίς την παρουσία ημιτονίων) της αρχαίας Ελληνικής παράδοσης, με την σύγχρονη μουσική ταυτότητα της περιοχής του Πωγωνίου, με κύριο χαρακτηριστικό της, την «δωρικότητα», την λιτότητα και την ομαδικότητα.
Το ιδιόμορφο ύφος του, προέκυψε από την αρμονική πολυφωνική μελωδία, που συνδυάζεται με την εύθυμη, μελωδική επανάληψη. Το Πωγωνίσιο τραγούδι μιλά για χαρές, για λύπες, για αγωνίες, για τον πόνο της ξενιτιάς, για την γενναιότητα, για την αγάπη κ.τ.λ.
Ο Πωγωνίσιος είναι χαρακτηριστικός μικτός κυκλικός χορός σε μετρήσιμο ρυθμό ( 2/4 και 4/4 ). Είναι χορός με έντονο ανεβοκατέβασμα του κορμού σε όλα τα βήματα, χορεύεται από άντρες και γυναίκες, σε διπλοκάγκελο σχήμα (άνδρες στον εξωτερικό κύκλο – γυναίκες στον εσωτερικό), ή τριπλοκάγκελο ή τετραπλοκάγκελο, ανάλογα με την περιοχή, αλλά και σε έναν κύκλο με τους άνδρες να προηγούνται και τις γυναίκες να ακολουθούν.
Η ονομασία «Πωγωνίσος» προέρχεται από την επαρχία Πωγωνίου της Ηπείρου.
Το χορευτικό μοτίβο του χορού (συρτός στα δύο), είναι επίσης ένα από τα βασικότερα κινητικά σχήματα, το οποίο συναντάμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ανεξάρτητα μουσικής, ονομασίας και ρυθμού και αποτελεί τη βάση για πολλούς συρτούς χορούς. Πολλοί Ηπειρώτικοι χοροί στο τέλος γυρίζουν σε πωγωνίσιο. Η λαβή των χεριών είναι από τις παλάμες και λυγισμένους αγκώνες.
Υπάρχουν πολλά τραγούδια που χορεύονται σε αυτό το χορευτικό μοτίβο με τα γνωστότερα να είναι το "Βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου", και το "Γιάννη μου το μαντήλι σου".
Οι στίχοι του τραγουδιού "Γιάννη μου το μαντήλι σου" (Αποτελεί κατ' ουσίαν ένα τραγούδι της ξενιτιάς, όπως και η πλειονότητα των τραγουδιών της Ηπείρου, αφού οι Ηπειρώτες βίωσαν την ξενιτιά πιο σκληρά ίσως από κάθε άλλον Έλληνα):
Γιάννη μου το, Γιάννη μου το, άιντε,
Γιάννη μου το μαντήλι σου, έλα.
Τι το ‘χεις λερωμένο βρε Γιάννη, Γιαννάκη μου,
τι το ‘χεις λερωμένο βρε παλικαράκι μου;
Το λέρωσε, το λέρωσε, άιντε,
το λέρωσε η ξενιτιά, έλα.
Τα έρημα τα ξένα βρε Γιάννη, Γιαννάκη μου,
τα έρημα τα ξένα βρε παλικαράκι μου.
Πέντε ποτά πέντε ποτά , άιντε,
πέντε ποτάμια το ‘πλυναν, έλα.
Ωρε και βάψαν και τα πέντε βρε Γιάννη, Γιαννάκη μου,
ωρε και βάψαν και τα πέντε βρε παλικαράκι μου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου