Καγκελάρι
Το Καγκελάρι είναι ένας πολυπρόσωπος χορός ο οποίος χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Χορεύεται κατά κανόνα παραδοσιακό, δύο φορές το χρόνο: την Τρίτη της Λαμπρής και τη δεύτερη ημέρα του κορυφαίου πανηγυριού του χωριού, αυτό της Αγίας Παρασκευής (26 και 27 Ιουλίου).
Την ονομασία του Καγκελάρι την οφείλει ή στη λέξη κάγκελο, επειδή οι χορευτές είναι τοποθετημένοι και συνδεδεμένοι όπως τα κάγκελα ή στα καγκέλια ή καγκελίσματα, τα διπλώματα, δηλαδή, του κύκλου που κάνουν οι χορευτές στο χορό. Πάντως με την ονομασία Καγκελάρι δεν εννοούμε έναν συγκεκριμένο χορό αλλά όλα όσα λαβαίνουν χώρα κατά τη διάρκεια του δρώμενου.
Οι ρίζες του χορού χάνονται στα βάθη του χρόνου. Μαρτυρίες για το πότε ακριβώς εμφανίστηκε δεν υπάρχουν. Από το ύφος του και τις μονότονες κινήσεις και την καθολική σχεδόν συμμετοχή των πανηγυριστών, φαίνεται ότι είναι αρχαϊκό λείψανο, μέσο συμμετοχής και εκδηλώσεων κοινών συναισθημάτων από μεγάλες ομάδες λαού.
Ο χορός αποσκοπούσε στην συνεννόηση των Ελλήνων, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους αν κρίνουμε από τα λόγια ενός γέρου Ηπειρώτη από τους Παπαδάτες Πρεβέζης που χόρεψε το χορό αυτό στο χωριό του πριν από 1912: "Για μας τότε το Καγκελάρι ήταν ξέσπασμα. Με τα σφιχτοδεμένα χέρια μας, ήτανε σαν να δίναμε ο ένας στον άλλο θάρρος. Και το πάτημά μας στον σκοπό του χορού ήταν δυνατό και οργισμένο. Έμοιαζε σαν να πατούσαμε την τυραννία..."
Ο χορός παραπέμπει σε αρχαϊκές μορφές τόσο με το ρυθμικό του σχήμα όσο και με την αντιφωνία, το τραγούδισμα δηλαδή των εξαρχόντων γεροντότερων ανδρών των πρώτων στίχων και της ακόλουθης επανάληψής τους από τους υπόλοιπους χορευτές.
Το χορευτικό του μοτίβο σχηματιζόταν από 5 κινήσεις που επαναλαμβάνονταν σ’ όλη τη διάρκεια του τραγουδιού.
Οι χορευτές ήταν πιασμένοι θηλυκωτά από το μπράτσο και η διάταξή τους ήταν αυστηρά προκαθορισμένη, με τους γεροντότερους μπροστά, τους νεότερους να ακολουθούν και τις γυναίκες να έπονται, επίσης κατά ηλικία.
Το παράγγελμα για την αναδίπλωση του χορού δινόταν με τους στίχους του τραγουδιού και γινόταν ως εξής: Ο πρωτοχορευτής ή «καγκελάρης», μόλις δινόταν το πρόσταγμα δίπλωνε το χορό προς τ’ αριστερά και μέσα του κύκλου, έτσι ώστε οι χορευτές να έρχονται αντιμέτωποι.
Με το δεύτερο παράγγελμα, ο πρωτοχορευτής δίπλωνε το χορό προς τα έξω και δεξιά, σχηματίζοντας τρεις σειρές χορευτών έτσι ώστε οι χορευτές της πρώτης σειράς να έχουν στραμμένα τα νώτα τους σ’ εκείνους της δεύτερης. Έτσι, συνέχιζαν να ανοίγονται μέχρι που επανέρχονταν και πάλι στον ανοιχτό κύκλο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου