Οσμαντάκας


Ηπειρώτικο παραδοσιακό τραγούδι από την περιοχή της Θεσπρωτίας, γνωστό στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου.
Πολύ παλιό τραγούδι, το οποίο προερχόμενο από την περιοχή της Θεσπρωτίας ανέπτυξε μια διττή υπόσταση - ελληνόφωνη και αλβανόφωνη - σύμφωνα με τις δύο γλωσσικές ομάδες που συμβίωναν στην ευρύτερη περιοχή. 

Δεν είναι ξεκάθαρο αν η αλβανόφωνη ή η ελληνόφωνη εκδοχή είναι που προηγήθηκε, πάντως ο Οσμαντάκας (Οσμάν Τάκο ή Σιαμαντάκας) ήταν ένας αρβανίτης λαϊκός ήρωας του 19ου αιώνα. 

Γεννημένος κατ΄ άλλους στην Κονίσπολη της σημερινής Αλβανίας, κατ' άλλους στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας ήταν αρχηγός και εμπνευστής αντικαθεστωτικής εξέγερσης στην περιοχή. Μαζί του πλήθος λαϊκών αγωνιστών (Ελλήνων και Αλβανών) δώσανε σκληρές μάχες εναντίον των τσιφλικάδων και του τουρκικού κράτους.

Όταν το κίνημά του ηττάται και ο ίδιος συλλαμβάνεται και οδηγείται μπροστά στον μπέη του Μαργαριτίου Θεσπρωτίας, ο Οσμαντάκας ζητά ως τελευταία επιθυμία πριν την εκτέλεσή του να χορέψει. Ο θρύλος λέει πως το παράστημά του, τα πατήματά του, ο αυτοσχεδιαστικός χορός του εντυπωσίασαν τόσο πολύ τους Τούρκους και όλους τους παρευρισκόμενους ώστε ο μπέης τελικά του χάρισε τη ζωή.

Αυτοσχεδιαστικός και αργός είναι ο χορός του Οσμαντάκα ακόμη και σήμερα, μολονότι στο χωριό Δολό Πωγωνίου σώζεται και μια ελαφρώς διαφοροποιημένη εκδοχή της εν λόγω ιστορίας. Έτσι σύμφωνα με τη Δολιώτισσα Φανή Δημοπούλου η ζωή του Οσμαντάκα τοποθετείται πιο πίσω χρονικά και ήταν ο Αλή Πασάς που θέλησε να τον σκοτώσει αλλά εντυπωσιάστηκε από το χορό του και του χάρισε τη ζωή. Μάλιστα αναφέρει πως ο στίχος "εσύ κοιμάσαι κι εγώ νυστάζω, σε συλλογιούμαι κι αναστενάζω" που προσμίχθηκε στο τραγούδι του Οσμάν Τάκα, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό. 

Το γύρισμα του τραγουδιού είναι στον τσακιστό πωγωνίσιο σκοπό και αμέσως μετά σε δίστιχα της αγάπης, που τραγουδιούνται πάνω στον τετράσημο σκοπό του πωγωνίσιου χορού.

Οι στίχοι του τραγουδιού: 

(όπως τους θυμόταν η Φανή Δημοπούλου)

Γεια σου (ω)ρέ Οσμάν Τάκα, 
τη λεβεντιά σου να ’χα. 
Ωρέ πήγα να σκοτώσω, 
τέτοιο παλικάρι 
Ωρέ σαν χορεύει, 
πηδάει σαν το λιοντάρι. 
Σου χαλαλίζω και τη ζωή σου, 
χόρεψε, μπίρο μου, με την ψυχή σου

(εναλλακτικά)

Μωρέ γεια σου Σαμαντάκα, την λεβεντιά σου να ’χα, 
την λεβεντιά σου να `χα, γεια σου Σαμαντάκα.

Α'ι'ντε εσυ κοιμάσαι, αχ κι εγώ νυστάζω, 
σε συλογιούμαι κι αναστενάζω.

Εσυ κοιμάσαι μωρε στα σεντονάκια, 
κι εγώ γυρίζω στα έρημα σοκάκια.

Ξύπνα Σαμαντάκα, και φόρα τα τσαρούχια, 
στρίψε τη μουστάκα, γεια σου μωρε Σαμαντακα.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μενεξέδες και ζουμπούλια

Κόνιαλι ή Χορός των κουταλιών

Σόφκα